Το κίνητρο ή το ελατήριο τέλεσης μιας εγκληματικής πράξης δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος. Στο πλαίσιο του δικαίου της απόδειξης, η μαρτυρία που αποδεικνύει το κίνητρο του δράστη γίνεται δεκτή επειδή φωτίζει τις προθέσεις του και επεξηγεί τις πράξεις ή παραλείψεις του. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το κίνητρο για την διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος θεωρείται κατά βάση επιβαρυντικός παράγοντας, χωρίς να σημαίνει πως σε κατάλληλες υποθέσεις, όταν επεξηγείται μια εγκληματική συμπεριφορά, μπορεί να περιορίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος ή την επικινδυνότητα του κατηγορούμενου.
H διάπραξη ενός αδικήματος με ψυχρό τρόπο, από εγωκεντρισμό και με σκοπό την κερδοφορία, ή η ικανοποίηση αρρωστημένων σεξουαλικών επιθυμιών που τελούνται κατ’ επανάληψη και σε βάθος χρόνου, αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες στην επιμέτρηση της ποινής. Όπως και όταν το ελατήριο του αδικήματος είναι η υπονόμευση της πολιτείας και δη της Δικαιοσύνης. Δεν είναι λίγες δε οι φορές που κάποιος, για ασήμαντη αιτία, οδηγείται στο έγκλημα, χωρίς αυτό να αποτελεί επ’ ουδενί μετριαστικό παράγοντα.
Από την άλλη, η έλλειψη προσχεδιασμού και το αυθόρμητο της πράξης του κατηγορούμενου αποτελεί χαρακτηριστικό που επηρεάζει την αξιολόγηση του κινήτρου του δράστη, λειτουργώντας ως ελαφρυντικός παράγοντας. Όπως αναφέρεται στον Οδηγό για την Επιβολή Ποινών του Συνδέσμου Ειρηνοδικών Δικαστών (Magistrates’ Association’s Sentencing Guidelines, 1997), λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται για επιθέσεις κατά του ατόμου ή κακόβουλη καταστροφή περιουσίας. Περαιτέρω, όταν το κίνητρο έχει ως βάση την οικογενειακή αλληλεγγύη, μπορεί να προσμετρήσει μετριαστικά. Ο πατέρας, ο οποίος καταδικάστηκε για παροχή ψευδών πληροφοριών σε αστυνομικό, δηλώνοντας ψευδώς πως το όχημα οδηγούσε ο ίδιος και όχι ο υιός του, ώστε να απαλλάξει αυτόν από την επίπονη ανακριτική και ενδεχόμενη ποινική διαδικασία, αν και απαράδεκτη ενέργεια, πλήττουσα το θεμέλιο της απονομής δικαιοσύνης, κρίθηκε επιεικώς (με την επιβολή προστίμου) λόγω του ότι, ο σκοπός δεν ήταν η αποφυγή της δικής του ευθύνης ή την ενοχοποίηση άλλου προσώπου, πλην του ιδίου.
Πάντοτε βέβαια, κατά τη δικαστική στάθμιση, κυρίως και πρώτιστα εξετάζονται τα γεγονότα, τα οποία καθορίζουν και το μέτρο που ένας ελαφρυντικός παράγοντας μπορεί να καταστεί ουσιαστικός στην επιμέτρηση της ποινής. Έτσι, ο κατηγορούμενος, αρνούμενος να δεχθεί την επιλογή του θύματος, να μην επανασυνδεθεί μαζί του, πρόσβαλε, με τον χειρότερο τρόπο την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια της παραπονούμενης, περιλούζοντάς την με βενζίνη και πυρπολώντας την με τον αναπτήρα του. Παρόλο το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, τη συνεργασία και παραδοχή του και το γεγονός ότι ενήργησε υπό συναισθηματική φόρτιση, οι συνθήκες τέλεσης, το κίνητρό του και οι συνέπειες στο θύμα εξουδετέρωσαν κάθε προβαλλόμενο μετριαστικό παράγοντα.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)