Σήμερα, κάθε Επαρχιακό Δικαστήριο έχει μονομελή σύνθεση και απαρτίζεται από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ή Επαρχιακό Δικαστή. Συνήθως, το Επαρχιακό Δικαστήριο, στην ποινική του δικαιοδοσία, απαρτίζεται από Επαρχιακό Δικαστή και κατ΄εξαίρεση από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή. Έχει δε αρμοδιότητα να εκδικάζει τα αδικήματα που τιμωρούνται κατά μέγιστη στον νόμο, ποινή φυλάκισης πέντε χρόνια ή με πρόστιμο μη υπερβαίνον τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ή και με τις δύο ποινές. Επιπρόσθετα ή σε υποκατάσταση οποιασδήποτε ποινής, το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον καταδικασθέντα να πληρώσει στο θύμα ποινικού αδικήματος, αποζημίωση που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ.
Σύμφωνα με τον νόμο, κάθε Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά την ποινική του δικαιοδοσία, έχει κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάζει:
(α) όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μέσα στην επαρχία του, και
(β) όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μέσα στις Κυρίαρχες Περιοχές των Αγγλικών Βάσεων από Κύπριο εναντίον Κυπρίου ή σε σχέση με Κύπριο.
Όμως, σύμφωνα όμως με τον Νόμο 43/74, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε συνεπεία της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο, κάθε Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει, οποιοδήποτε αδίκημα διαπράχθηκε σε οποιαδήποτε επαρχία της Κύπρου. Ως εκ τούτου, από το 1974 μέχρι και σήμερα δεν ισχύει η τοπική δικαιοδοσία κατά τη συνοπτική εκδίκαση ποινικών υποθέσεων από τα Επαρχιακά Δικαστήρια, με άλλα λόγια δεν απαγορεύεται από τον νόμο, Επαρχιακός Δικαστής συγκεκριμένης επαρχίας, να δικάζει υπόθεση που αφορά έγκλημα το οποίο διαπράχθηκε σε άλλη επαρχία.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)