Το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 12(3) του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας και τη συναφή και προκύπτουσα από αυτήν, αρχή της συνολικότητας της ποινής, η οποία προτάσσει πως επίκεντρο της ποινής «είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του».
Παρόλα ταύτα, οφείλεται να διενεργείται μια συνολική εκτίμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, όχι μόνο υπό το πρίσμα των ελαφρυντικών, αλλά κυρίως των λοιπών περιστάσεων τέλεσης των αδικημάτων. Η υπόθεση αντιμετωπίζεται από απόσταση και εξετάζεται κατά πόσο η συνολική ποινή είναι η αρμόζουσα, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα δεδομένα.
Η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιβάλλει όπως η αθροιστική ποινή να μη ξεπερνά το ανώτατο όριο του κανονικού φάσματος των ποινών που επιβάλλονται στη συγκεκριμένη κατηγορία των αδικημάτων, στην οποία εντάσσεται το πιο σοβαρό από τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος. Τέλος, το δικαστήριο οφείλει να μην επιβάλει διαδοχικές ποινές, το σύνολο των οποίων υπερβαίνει την περίοδο φυλάκισης που έχει καθ’ ύλην δικαιοδοσία να επιβάλει. Εν πάση περιπτώσει, το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν θα πρέπει να έχει αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)