Η δικαστική σκέψη κατά τη διαδικασία επιβολής της δέουσας ποινής, περιλαμβάνει τρία στάδια:
(α) Tον καθορισμό του εύρους ποινής που επιβάλλεται σε όμοιας φύσης αδικήματα. Όταν παρατηρείται στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μια αντιστοιχία μεταξύ συγκεκριμένης φύσης αδικημάτων, γεγονότων και παραγόντων με αντίστοιχες προηγούμενες ποινές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ιδίως όταν αυτές εξετάστηκαν πρωτογενώς μετά από ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης), τότε δημιουργείται ένα εύρος ποινής εντός του οποίου αναμένεται ότι θα κυμανθεί μια ποινή που παρουσιάζει αντίστοιχα γεγονότα και καταστάσεις.
(β) Στον καθορισμό του ανώτερου ορίου ποινής που επιβάλλεται σε τέτοιας φύσης αδικήματα. Αυτό τον ρόλο έχει το Ανώτατο Δικαστήριο με τις εφετειακές του αποφάσεις. Πάντοτε, βέβαια, ένα πρωτόδικο δικαστήριο θα κληθεί να λάβει μια απόφαση που είναι πρωτόγνωρη και αναμένεται στη βάση των καθορισμένων αρχών, να επιβάλει την κατά την κρίση του αρμόζουσα ποινή, αναμένοντας την επιβεβαίωση από το Εφετείο. Το ανώτερο όριο ποινής εντός του εύρους ποινής καθορίζεται μέσα από τα χειρότερα παραδείγματα που εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και αφορούν τις συνθήκες τέλεσης κάθε αδικήματος, χωρίς να εξετάζονται οι μετριαστικοί παράγοντες.
(γ) Εξέταση των προσωπικών μετριαστικών παραγόντων, που μπορεί να περιλαμβάνουν τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, οικογενειακές συνθήκες, περιστάσεις που αφορούν τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης κατά την ανάκριση και κατά την ακρόαση της υπόθεσης, από μέρους του κατηγορουμένου.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)