Το πρώτο που οφείλεται να εξεταστεί από το εκδικάζον δικαστήριο είναι κατά πόσο, από τα γεγονότα της υπό εκδίκαση υπόθεσης, προβάλλεται κάποιος σοβαρός μετριαστικός παράγοντας ή τέτοια γεγονότα που υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα της υπό κρίση κολάσιμης πράξης. Το δικαστήριο, χωρίς να μπορεί εκ νέου να εξετάσει την ορθότητα της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε από το πρώτο δικαστήριο, οφείλει, στην απουσία τέτοιων περιστάσεων, κατά κανόνα, να ενεργοποιεί την ανασταλείσα ποινή. Η μη ενεργοποίηση της ποινής στηρίζεται πάντοτε αποκλειστικά στον όρο που θέτει το δικαστήριο για μη τέλεση άλλου αδικήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και άρα όταν ο όρος εκπίπτει, η ενεργοποίηση της φυλάκισης είναι μονόδρομος. Αυτό που παραμένει προς κρίση είναι το ποσοστό ποινής προς ενεργοποίηση και αυτό κρίνεται επί των αρχών της συνολικότητας της ποινής. Έτσι, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει πως στη βάση της συνολικής εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου είναι ορθότερο:
(α) να ενεργοποιήσει το σύνολο της ανασταλείσας ποινής, ή
(β) να ενεργοποιήσει μόνο μέρος της ανασταλείσας ποινής, ή
(γ) να τροποποιήσει το διάταγμα αναστολής, για παράδειγμα παρατείνοντας την περίοδό του, όχι όμως για περίοδο μεγαλύτερη των 2 χρόνων ή και
(δ) να μην ενεργοποιήσει κανένα μέρος αυτής.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)