Ένα ζήτημα διαδικαστικό, αλλά και ουσίας προκύπτει στην πράξη. Κάποιες φορές πρωτόδικα δικαστήρια αποφασίζουν την επιβολή ποινής φυλάκισης με αναστολή προτού εξετάσουν αρχικά ποιο είναι το ορθό είδος ποινής. Η δυνατότητα αναστολής θα πρέπει να εξετάζεται χωριστά και αφού προηγουμένως το δικαστήριο καταλήξει στην απόφαση ότι η ποινή της φυλάκισης είναι η μόνη ενδεικνυόμενη υπό τις περιστάσεις ποινή.
Ως εκ τούτου, πρέπει πρώτα να αποφασίζεται η δέουσα υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, ποινή και ακολούθως και σε περίπτωση που κρίνεται πως η αρμόζουσα ποινή είναι η φυλάκιση, θα πρέπει να ακολουθεί νέα δικαστική σκέψη ως προς τη δυνατότητα αναστολής της ποινής φυλάκισης. Και αυτή η διεργασία δεν είναι χωρίς προβλήματα, μιας και τα Δικαστήρια είναι υποχρεωμένα εξετάζοντας τους ίδιους παράγοντες να αιτιολογούν στο μισό της απόφασης για ποιους λόγους είναι αναπόφευκτο το επαχθές και στερητικό της ελευθερίας μέτρο της φυλάκισης και στο άλλο μισό για ποιους λόγους δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος εγκλεισμός του καταδικασθέντος στις φυλακές.
Τα πρωτόδικα Δικαστήρια οφείλουν να εξηγούν τις συνέπειες έκδοσης διατάγματος αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, εξηγώντας μεταξύ άλλων ότι η ποινή αναστολής της φυλάκισης είναι ποινή φυλάκισης, αλλά δεν ενεργοποιείται άμεσα, διότι το Δικαστήριο έκρινε ότι θα πρέπει να δοθεί άλλη μια ευκαιρία, με την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος δεν θα διαπράξει άλλο αδίκημα εντός τριετίας. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να γνωρίζει όμως ότι υπάρχει περίπτωση ενεργοποίησης της ποινής φυλάκισης εάν υποπέσει μελλοντικά σε αδίκημα.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)