Τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλουν την ποινή που θεωρούν ως κατάλληλη. Αυτό προβάλει ως συνταγματική επιταγή, στη βάση του άρθρου 12(3) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «ο νόμος δεν δύναται να προβλέψη ποινήν δυσανάλογον προς την βαρύτητα του αδικήματος».
Ταυτόχρονα, η πρώτη παράγραφος του πιο πάνω άρθρου ορίζει ότι «εις ουδένα επιβάλλεται δι’ αδίκημά τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου». Ως ερμηνεύτηκε από τη νομολογία, η συνταγματική πρόνοια απαγορεύει στον νομοθέτη να θέτει ελάχιστα όρια στην προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για ένα αδίκημα ή στον χρόνο στέρησης της άδειας οδηγού, αφού κάτι τέτοιο θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Είναι λοιπόν, επιτρεπτό, να προσδιορίζεται από τον νομοθέτη το μέγιστο όριο της επαπειλούμενης ποινής, αφήνοντας στον δικαστή τη διακριτική ευχέρεια να επιβάλει το οποιοδήποτε είδος, αλλά και ύψος ποινής. Μόνη εξαίρεση, τα αδικήματα της Εσχάτης προδοσίας, της Υποκίνησης εισβολής και του Φόνου, για τα οποία προβλέπεται διά νόμου η ποινή της διά βίου φυλάκισης.
Ακόμα μια συνταγματική επιταγή, η οποία έχει τον ρόλο της και στο στάδιο της επιβολής της ποινής, είναι η απαγόρευση της εκ δευτέρου τιμωρίας για το ίδιο αδίκημα. Τυγχάνει εφαρμογής όταν το δικαστήριο έχει να επιβάλει ποινή σε διαφορετικά αδικήματα στο ίδιο κατηγορητήριο. Όταν, λοιπόν, προσάπτονται περισσότερες της μιας κατηγορίες και τα γεγονότα της μιας από αυτές υπερκαλύπτουν ή ενσωματώνουν ή εμπεριέχουν τα γεγονότα των υπολοίπων, το συνταγματικά επιτρεπτό είναι να επιβάλλεται ποινή μόνο στην κατηγορία στην οποία εμπεριέχονται τα γεγονότα όλων των κατηγοριών. Διαφορετικά, ουσιαστικά ο κατηγορούμενος θα τιμωρείται διπλά για τα επί μέρους αδικήματα και επομένως για την ίδια πράξη.
Περαιτέρω σχετικές για την ποινή, συνταγματικές πρόνοιες, είναι η αρχή της Ισονομίας και η αρχή του “ne bis in idem”, υπό την έννοια ότι οποιοσδήποτε έχει ήδη απαλλαχθεί ή καταδικασθεί για αδίκημα, δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα. Η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του άρθρου 1Α του Συντάγματος, έχει δώσει την πρωτοκαθεδρία στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις απορρέουσες από αυτό, δεσμεύσεις. Επίσης, τα κυπριακά δικαστήρια οφείλουν να συμμορφώνονται και με το περιεχόμενο διεθνών συμβάσεων και ιδιαίτερα με αυτό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για την οποία το Σύνταγμά μας, κάνει ειδική αναφορά στο προοίμιό του.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)