Το Σύνταγμα ορίζει ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να προβλέπει τιμωρία, η οποία να είναι δυσανάλογη με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή επιταγή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα, κανένας νόμος δεν μπορεί να προβλέπει, και κανένα Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, υποχρεωτική ποινή (fixed sentence) για οποιοδήποτε αδίκημα, όπως είναι η σύγχρονη τάση στην Αγγλία. Μόνες εξαιρέσεις αποτελούν τα αδικήματα του Φόνου εκ προμελέτης, της Παρακίνησης Εισβολής και της Προδοσίας, για τα οποία προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα ποινή ισόβιας φυλάκισης.
Επίσης, ένα δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιβάλει μια ποινή που είναι πιο αυστηρή από ό,τι δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του αδικήματος για να προστατεύσει την κοινωνία από την κατ’ εξακολούθηση εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, έστω και αν αυτός είναι ένας επικίνδυνος υπότροπος. Ως εκ τούτου, οι διά νόμου ελάχιστες υποχρεωτικές ποινές για κάποια αδικήματα (όπως στο άρθρο 82(2) Ποινικού Κώδικα) θεωρήθηκαν αντισυνταγματικές και θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του άρθρου 12 παρ.3 του Συντάγματος.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)