Κατερίνα Σοφοκλέους | Δικηγόρος
Η πολύκροτη απόφαση για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και των μελών της το τελευταίο εικοσιτετράωρο έχει πλημμυρήσει το διαδίκτυο με δημοσιεύματα, τα οποία εξυμνούν με διάφορους τρόπους την καταδίκη τους. Η απόφαση για την καταδίκη τους των μελών της ΧΑ αλλά και ο χαρακτηρισμός της ως «εγκληματική οργάνωση» φαίνεται να ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα και κατ’ επέκταση το αίσθημα δικαίου. Αυτή η καταδίκη είναι πράγματι ιστορική, λόγω του ότι αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση καθώς ήταν υπό την σκεπή και προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και του πολιτικού γίγνεσθαι. Η Χρυσή Αυγή ήταν ένα πολιτικό κόμμα, με αρκετή απήχηση στον κόσμο, το οποίο βέβαια διευρύνθηκε και επεκτάθηκε και στην Κύπρο, τουλάχιστον, ιδεολογικά μέσω αντίστοιχου πολιτικού κόμματος. Η σημασία της απόφασης είναι ξεκάθαρη, λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ιστορική απόφαση της Δίκης στη Νυρεμβέργη. Ένα πολιτικό κόμμα με θέση στην Βουλή των Αντιπροσώπων διακυρήσσεται ως εγκληματική οργάνωση στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα δημοκρατίας και σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή και αξία.
Με αφορμή την πολύκροτη αυτή απόφαση, ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να προβώ σε μία σύγκριση μεταξύ του Ελληνικού Ποινικού Κώδικας και του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τον ορισμό της «Εγκληματικής Οργάνωσης», καταλήγοντας ότι μία αντίστοιχη ομάδα στην Κύπρο θα μπορούσε, με περισσότερη δυσκολία να καταδικαστεί και να διακυρηχθεί ως εγκληματική οργάνωση. Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Α. 187 Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων…»
Μικρή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση παρουσιάζεται στον Κυπριακό Ποινικό Κώδικα όπου αναφέρεται στο α.168Β(3):
«(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου», ο όρος ‘εγκληματική οργάνωση’ σημαίνει διαρθρωμένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων που τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών ετών.»
Στη βάση της, ήδη υπάρχουσας, κυπριακής νομολογίας γίνεται μία προσπάθεια ερμηνείας της έννοιας της «εγκληματικής οργάνωσης». Στη βάση της απόφασης Hossam Taleb Yaacoub v. Δημοκρατίας, Ποινική έφεση Αρ. 72/2013, 19/3/2014 αναφέρθηκε ότι το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε είναι κατά πόσον η υπό κρίση ομάδα είναι «οργάνωση» και αν ναι κατά πόσον είναι «εγκληματική». Στα πλαίσια της πιο πάνω απόφασης, αρχικά το δικαστήριο κατέληξε ότι η υπό κρίση ομάδα ήταν οργάνωση, εν τη εννοία του νόμου καθώς, είχε τα χαρακτηριστικά οργάνωσης. Δηλαδή ότι ήταν διαρθρωμένη ομάδα πέραν των τριών ατόμων, η οποία φαίνεται να είχε κοινές πεποιθήσεις και αγωνίζεται για την πραγμάτωση των ίδιων στόχων. Η μαρτυρία ήταν τέτοια που αποδείκνυε ότι η συγκεκριμένη ομάδα είχε στρατολογηθεί, έχοντας συγκεκριμένη εκπαίδευση (χρήση όπλων και συλλογή πληροφοριών), σκοπούς, ιδεολογία και ο αγώνας ήταν τόσο στρατιωτικός όσο και πολιτικός. Η μαρτυρία ήταν τέτοια που συνολικά ιδωμένη καταδείκνυε ότι αφορά διαρθρωμένη ομάδα μεγάλου αριθμού ατόμων, ότι μέρος των δραστηριοτήτων της καλύπτονταν από πλήρη μυστικότητα, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα, οπλισμό και ότι παρείχε στα μέλη της, μυστικά, στρατιωτική εκπαίδευση.
Στη συνέχεια, το δεύτερο ερώτημα ήταν ο εγκληματικός χαρακτήρας της οργάνωσης αυτής. Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η οργάνωση μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εγκληματική, δυνάμει του άρθρου 63Β(3) του Κεφ. 154 λαμβάνοντας υπόψη τις οδηγίες της οργάνωσης, στις πράξεις του ίδιου του Κατηγορούμενου, στη διακηρυγμένη εχθρότητα της οργάνωσης προς το Ισραήλ (νέο μανιφέστο) και στον επίσης διακηρυγμένο στόχο της οργάνωσης για εξαφάνιση με οποιοδήποτε τρόπο του Ισραήλ (παλαιό μανιφέστο). Για να αποφασίσει το θέμα, άντλησε επίσης βοήθεια από δύο υποθέσεις. Με την πρώτη – Hizb Ut-Tahrir and others v. Germany, Case No. 31098/08, ημερ. 12.6.2012 – το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η άρνηση ύπαρξης ενός κράτους από μόνη της υποδηλοί δυνατότητα ανεξέλεγκτης βίας. Στη δεύτερη υπόθεση – Raed Mahajna v. Secretary of State for the Home Department, First-Tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), Applic. Number IA/21631/2011, ημερ. 25.10.2011 – κρίθηκε ότι «η πρόσκληση στη βία με θρησκευτική τάση δεν μπορεί να ενταχθεί στην έννοια του αγώνα για δικαιοσύνη και ενάντια στην καταπίεση».
Βάσει των πιο πάνω κατέληξε ότι η μαρτυρία ήταν τέτοια που αποδείκνυε ότι το στρατιωτικό σκέλος της συγκεκριμένης οργάνωσης ήταν εγκληματικό με την έννοια ότι απώτερος σκοπός ήταν η τέλεση ποινικών αδικημάτων. Η συγκεκριμένη οργάνωση δεν είχε απλά ενημερωτικό χαρακτήρα σε σχέση με τους εβραίους αλλά πιο έμπρακτο χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη εκπαίδευση την οποία έτυχε ο Κατηγορούμενος από την οργάνωση, οι οδηγίες που του δίδονταν, καθώς και οι μετέπειτα ενέργειες του Εφεσείοντος στην Κύπρο για εκτέλεση των οδηγιών της οργάνωσης, όπως αυτές προκύπτουν από τις ομολογίες του, καθιστούν την ίδια την οργάνωση «εγκληματική», εν τη εννοία του νόμου.
Aπό τα πιο πάνω, η δική μου αντίληψη είναι ότι το ελληνικό άρθρο διαφοροποιείται σε κάποιο βαθμό από το κυπριακό. Κατά την άποψη μου είναι διαφορετικό να επιδιώκει μία ομάδα την διάπραξη αδικημάτων (ελληνικό) και κάτι διαφορετικό να έχει συσταθεί και να λειτουργεί με σκοπό την διάπραξη αδικημάτων. Ο σκοπός της σύστασης και λειτουργίας της ομάδας θα πρέπει να είναι η τέλεση αδικημάτων πράγμα, το οποίο δυσχεραίνει, εκ των πραγμάτων, την απόδειξη ότι ένα πολιτικό, κατά τα άλλα, κόμμα έχει δημιουργηθεί κατ’ ουσία με τον συγκεκριμένο σκοπό. Στην περίπτωση που η συγκεκριμένη ομάδα, στα πλαίσια του πολιτικού της σκοπού, διακηρύσσει μίσος έναντι συγκεκριμένης ομάδας τότε θα πρέπει να συζητήσουμε για άλλα αδικήματα, όπως η ρητορική μίσους αλλά όχι για την διακύρηξη της ως εγκληματικής οργάνωσης καθαυτής. Θα πρέπει να υπάρχει μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο απώτερος ή ουσιαστικός σκοπός της οργάνωσης ήταν η τέλεση ποινικών αδικημάτων και όχι η έκφραση πολιτικών απόψεων Φαίνεται από την κυπριακή νομολογία, ότι θα αναμένετε η απόδειξη συγκεκριμένου τρόπου δράσης ώστε να μπορεί να έχει μία οργάνωση αυτό τον εγκληματικό χαρακτήρα.
Όλα τα πιο πάνω καταλήγουν στο ότι ο Κυπριακός Ποινικός Κώδικας είναι δομημένος έτσι ώστε να καθίσταται πιο δύσκολος ο χαρακτηρισμός μίας οργάνωσης, ως εγκληματικής. Η διαφοροποίηση αυτή επισημαίνεται έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από την κυπριακή κοινωνία ότι η καταδίκη της Χρυσής Αυγής μπορεί να αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα εναντίον του φασισμού και υπέρ της Δημοκρατίας αλλά μία αντίστοιχη καταδίκη στην Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί πιο δυσχερής.