Πέραν των εκ του Συντάγματος προσταγών, προεξάρχουσα αρχή στην ποινολογία είναι αυτή της αναλογικότητας, η οποία καλεί το δικαστήριο, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, να επιβάλει ποινή, η οποία να είναι αναγκαία και ανάλογη υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης (τη φύση της υπόθεσης, τις περιστάσεις τέλεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου). Θα πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί πως η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, δεν είναι άκρατη, ούτε και ανέλεγκτη. Οφείλει το δικαστήριο να ακολουθεί τον τρόπο επιμέτρησης της ποινής που διαχρονικά καθιερώθηκε, ώστε να καταλήγει στη δέουσα υπό τις περιστάσεις ποινή.
Μια διαδικασία που πρέπει να αποτυπώνεται και στην απόφαση που απαγγέλλεται δημόσια, στον κατηγορούμενο, για να γνωρίζει τόσο αυτός, όσο και η κοινωνία, στη βάση ποιων δεδομένων, αλλά και ποιας νοητικής διεργασίας το δικαστήριο κατέληξε στη συγκεκριμένη ποινή.
Σε αυτό το πλαίσιο, το δικαστήριο (είτε αυτό είναι Πρωτόδικο, είτε αυτό είναι Εφετείο -το οποίο μετά την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, επανεξετάζει την ποινή, πρωτογενώς) οφείλει να λαμβάνει υπόψη:
1. τη νομοθετική πρόνοια που καθορίζει το ποινικό αδίκημα και την εκεί καθορισμένη ποινή,
2. τους σκοπούς της ποινής για το υπό εξέταση αδίκημα, ως αυτοί καθορίζονται είτε στο νόμο, είτε στη νομολογία,
3. τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες καθορίζουν το εύρος των επιβαλλόμενων ποινών σε κάθε ποινικό αδίκημα,
4. τα επιβαρυντικά δεδομένα, αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες, ως αυτοί προκύπτουν από τις περιστάσεις τέλεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)