Το εύρος ή το μέτρο τιμωρίας συγκεκριμένης φύσης αδικημάτων εντοπίζεται από τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι ποινές όμως που το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε σε προηγούμενη υπόθεση (η φύση της κατηγορίας ή τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με μια υπό εκδίκαση υπόθεση) δεν είναι δεσμευτικές για τα πρωτόδικα δικαστήρια.
Είναι, βέβαια, ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων, για σκοπούς απόδειξης της κοινής προσέγγισης των δικαστηρίων και της απαραίτητης πειστικότητας του επιβληθέντος ύψους ποινής (όπου αυτό είναι δυνατόν στη βάση ικανοποιητικού αριθμού αποφάσεων) αλλά και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Και αυτό γιατί η δέουσα ποινή σε μια συγκεκριμένη υπόθεση στηρίζεται και είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων τέλεσης και συνθηκών του κάθε κατηγορουμένου.
Το Εφετείο επεσήμανε πως «…δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων. Η κάθε υπόθεση εξετάζεται στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν και η κρίση της ορθότητας μιας ποινής εάν δηλαδή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης, την προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή και τις προσωπικές συνθήκες έκαστου εφεσείοντα, όπου είναι δυνατόν».
Εκείνο που προκύπτει από τη νομολογία είναι πως δεν μπορεί να υπάρχει ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά σαφώς προκύπτει ευρύτερο πλαίσιο ποινών στη βάση της σοβαρότητας του αδικήματος και των βασικών περιστατικών τέλεσης.
Όπου διαμορφώνεται μια νομολογιακή τάση, η οποία προκύπτει στη στέρεη βάση σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τότε διαμορφώνεται ένα είδος λεγόμενης διατίμησης ή «ταρίφας» («tarrif»). Αυτή όμως, δεν είναι ποτέ απόλυτη και απαρέγκλιτη. Κάθε υπόθεση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία, πολλές φορές, είναι ακραία και εκτός της ανθρώπινης λογικής, γεγονός που πάντοτε παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από την ταρίφα, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα ισχύσει η διατίμηση, όπου υπάρχουν ουσιαστικές ομοιότητες. Χρειάζεται πάντοτε προσοχή, γιατί καμία υπόθεση δεν είναι όμοια με άλλη και πάντοτε θα εντοπίζονται διαφορές και ομοιότητες.
Εναπόκειται στην καλή κρίση του δικαστή να εντοπίσει ποιες από αυτές (ομοιότητες ή διαφορές) είναι σημαντικές και έχουν σημαίνοντα ρόλο σε κάθε υπόθεση, ώστε στη βάση αυτών των χαρακτηριστικών, να ληφθεί και η ανάλογη καθοδήγηση από την υπάρχουσα νομολογία.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)