Διακρίνονται οι εξής πέντε θεωρίες επιβολής ποινών:
(α) Η θεωρία της τιμωρίας ή ανταπόδοσης (retribution), σύμφωνα με την οποία ο καταδικασθείς πρέπει να υποφέρει την τιμωρία που του αξίζει να πάθει. Από τη δεκαετία του 1970 η θεωρία έχει πάρει τη μορφή της “δίκαιης τιμωρίας” (“just deserts”). Δηλαδή, η τιμωρία είναι ένας ηθικά δικαιολογητέος τρόπος αντίδρασης στη διάπραξη ενός εγκλήματος, με βάση την αρχή της αναλογικότητας (proportionality). Οι υποστηριχτές της θεωρίας της “δίκαιης τιμωρίας” (“just deserts”) τονίζουν ότι, η τιμωρία είναι αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης και υποστηρίζουν τον περιορισμό του εύρους της διακριτικής ευχέρειας των Δικαστών με σκοπό τον περιορισμό της ανομοιογένειας στις επιβληθείσες ποινές. Ο τελευταίος σκοπός επιτυγχάνεται αφενός όταν επισύρεται η προσοχή των Δικαστών στη σοβαρότητα του αδικήματος και όχι στις προσωπικές περιστάσεις του καταδικασθέντος και αφετέρου με τη διαβάθμιση των αδικημάτων με βάση τη σοβαρότητά τους και την πρόβλεψη αντίστοιχης διαβάθμισης ποινών.
(β) H θεωρία της αποθάρρυνσης – αποτροπής (deterrence theory) τόσο η ειδική, που αφορά την αποθάρρυνση του καταδικασθέντος, να διαπράξει περαιτέρω αδικήματα, όσο και η γενική, που αφορά την αποθάρρυνση γενικά των πολιτών, που λαμβάνουν γνώση της επιβαλλόμενης ποινής και των δυσμενών της συνεπειών, αποτελεί την κύρια δικαιολογία για την επιβολή αυστηρών ποινών. Η θεωρία της αποτροπής υποστηρίζει ότι, ο δικαστής θα πρέπει να επιδιώκει την παρεμπόδιση του εγκλήματος και αυτό επιτυγχάνεται με την παραδειγματικά αυστηρή τιμωρία του δράστη και προϋποθέτει ότι τα άτομα που διαπράττουν ποινικά αδικήματα, να είναι ορθολογιστικά όντα που ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά των πράξεών τους.
(γ) Η σωφρονιστική προσέγγιση (rehabilitation) είναι σήμερα πιο δημοφιλής στην Ευρώπη, παρά στις ΗΠΑ. Αυτή η προσέγγιση στην επιβολή ποινών βασίζεται στην αντίληψη ότι, στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων, πρώτιστο ρόλο διαδραματίζουν, inter alia, τα ψυχολογικά προβλήματα του δράστη, κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράττεται ένα έγκλημα. Οι οπαδοί της σωφρονιστικής προσέγγισης υποστηρίζουν την εξατομίκευση της ποινής και τη χρήση διαφόρων προγραμμάτων παρέμβασης για υπότροπους αδικοπραγούντες.
(δ) Η θεωρία της αποθάρρυνσης ή του «καθιστώ τον εγκληματία ανίκανο να εγκληματίσει» («the incapacitation justification”) έχει κεντρικό άξονα την αντίληψη ότι, οι ειδικοί μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια, στη βάση του πρότερου βίου του εγκληματία, την μελλοντική εγκληματική συμπεριφορά γενικά και την επικινδυνότητά του, ειδικά. Έτσι, από αυτή τη σκοπιά, επιβάλλονται ποινές αυστηρότερες από αυτές που δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του αδικήματος, για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της προστασίας της κοινωνίας με την πρόληψη του εγκλήματος, αφού ο κατάδικος δεν είναι (συνήθως) σε θέση να εγκληματήσει μέσα από τους τοίχους της φυλακής.
(ε) Η θεωρία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης (restorative justice) λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τον δράστη και την Πολιτεία, αλλά πρώτιστα, επιζητεί να πετύχει την αποκατάσταση του θύματος και της κοινωνίας και όχι την τιμωρία του δράστη.
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί πως καμία από τις πιο πάνω θεωρίες δεν είναι στην Κύπρο νομοθετικά θεσμοθετημένη. Βασικά, δεν υπάρχει σε καμία νομοθεσία ξεκάθαρος σκοπός, τον οποίο να υποχρεούται ο δικαστής να εφαρμόσει. Μόνο σε ειδικούς ποινικούς νόμους παρατηρούνται συγκεκριμένες διατάξεις που καθορίζουν επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες, τους οποίους το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη, χωρίς όμως να προνοείται ειδικός ποινολογικός σκοπός.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)