Η τυποποίηση των ποινικών αδικημάτων στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους περιλαμβάνει, πέραν των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή. Η αναφερόμενη σε κάθε αδίκημα ποινή, συνιστά τη μέγιστη ποινή που μπορεί ένα δικαστήριο να επιβάλει μετά την επιμέτρηση της ποινής (με εξαίρεση συγκεκριμένα αδικήματα, για τα οποία προβλέπεται διά νόμου η διά βίου φυλάκιση, χωρίς δυνατότητα για ελαττωμένη ποινή).
Η ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς τιμωρίας δεν αποτελεί ευθύνη της δικαστικής εξουσίας, αλλά ευθύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων – της νομοθετικής, δηλαδή εξουσίας, η οποία είτε μετά από νομοσχέδιο που κατατίθεται από την Κυβέρνηση (μετά από νομοτεχνικό έλεγχο της Νομικής Υπηρεσίας), είτε μετά από πρόταση Νόμου που κατατίθεται από βουλευτή, ψηφίζει συγκεκριμένο νομοθέτημα.
Η πρώτη παράγραφοςτου άρθρου 12(3) του Συντάγματος, δηλαδή του «εις ουδένα επιβάλλεται δι’ αδίκημά τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου», έχει ερμηνευτεί από τη νομολογία ότι απαγορεύει στον νομοθέτη να θέτει ελάχιστα όρια στην προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για ένα αδίκημα αφού κάτι τέτοιο θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Είναι λοιπόν, επιτρεπτό, να προσδιορίζεται από τον νομοθέτη το μέγιστο όριο της επαπειλούμενης ποινής, αφήνοντας στον δικαστή τη διακριτική ευχέρεια να επιβάλει το οποιοδήποτε είδος, αλλά και ύψος ποινής.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)