του Σταύρου Δημητρίου
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάθε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία και στη προσωπική ασφάλεια. Το συγκεκριμένο δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 11(2) του Συντάγματος. Για τους σκοπούς του παρόντος σημειώματος, ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει στις περιπτώσεις όπου το δικαίωμα στην ελευθερία περιορίζεται λόγω σύλληψης προσώπου το οποίο θεωρείται ύποπτο για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Καταρχάς αναφορά θα πρέπει να γίνει στο άρθρο 11(3) του Συντάγματος το οποίο ορίζει πως η σύλληψη ενός υπόπτου μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο εάν αυτή βασίζεται σε επαρκώς αιτιολογημένο ένταλμα σύλληψης (συμπεριλαμβανομένων και των Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης – βλέπε σχετικά Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 141/2017, ημερομηνίας 31/5/2019) ή κατόπιν διάπραξης αυτόφωρου αδικήματος. Όσον αφορά τις περιπτώσεις σύλληψης κατόπιν δικαστικού εντάλματος, θα πρέπει να τονιστεί πως η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων διέπετε από τα άρθρα 18, 19 και 21 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155). Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης είναι η εξής. Αρχικά, θα πρέπει η Αστυνομία να αποταθεί στο κατά τόπους Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση του διατάγματος. Το αίτημα της Αστυνομίας θα πρέπει να συνοδεύεται από γραπτή ένορκη δήλωση (ο «όρκος») του αστυνομικού-ανακριτή μέσα από την οποία θα παρατίθεται όλη η μαρτυρία που έχει συλλεγεί και η οποία καταδεικνύει την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων (η πρώτη προϋπόθεση). Το Δικαστήριο το οποίο εξετάζει το συγκεκριμένο αίτημα θα πρέπει αρχικά να ικανοποιηθεί ότι βάσει του όρκου δημιουργείται «εύλογη υπόνοια» ότι το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε αδίκημα/αδικήματα ή ότι «η σύλληψη ή η κράτηση [του συγκεκριμένου προσώπου θεωρείται] ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού» (βλέπε άρθρο 18(1) του ΚΕΦ.155) (η δεύτερη προϋπόθεση). Αν και εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι βάσει του προσκομισθέντα όρκου, δημιουργείται εύλογη υποψία διάπραξης ποινικού αδικήματος από τον ύποπτο, τότε (και μόνο τότε) θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον η έκδοση του εν λόγω διατάγματος είναι αναγκαία ή όχι (βλέπε Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207) (η τρίτη προϋπόθεση). Μόνο εάν η έκδοση του εντάλματος σύλληψης του υπόπτου θεωρηθεί αναγκαία, λ.χ. για σκοπούς ανάκρισης του (βλέπε, για παράδειγμα, την Αναφορικά με την Αίτηση του Ε.Ε. για Άδεια για Καταχώρηση Αίτησης για Έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2022, ημερομηνίας 30/9/2022), δύναται το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση του. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, τότε μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση του σχετικού εντάλματος σύλληψης. Προκειμένου το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης να είναι έγκυρο (και ως εκ τούτου η σύλληψη του υπόπτου νόμιμη), αυτό θα πρέπει να φέρει «την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος» (βλέπε άρθρο 19(1) του ΚΕΦ.155).
Το εκδοθέν εντάλματος έχει ισχύ μέχρι την εκτέλεση του ή την ακύρωση του από Ανώτατο Δικαστήριο μέσω της έκδοσης ενός προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari (άρθρο 19(4) του ΚΕΦ.155). Μέσω του εκδοθέντος εντάλματος, παρέχεται η εξουσία σε οποιονδήποτε μέλος της Αστυνομίας (ή οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο ανάλογα της περίπτωσης) να συλλάβει τον ύποπτο (άρθρο 19(3) του ΚΕΦ.155). Κατά κανόνα, το πρόσωπο που προτίθεται να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης, θα πρέπει να ενημερώνει τον ύποπτο για την ύπαρξη του σχετικού εντάλματος (άρθρο 21(2) του ΚΕΦ.155). Σύμφωνα με το άρθρο 11(4) του Συντάγματος, κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, ο ύποπτος θα πρέπει να ενημερώνεται σε γλώσσα την οποία καταλαβαίνει για τους λόγους σύλληψης του καθώς και για το δικαίωμα του να έχει πρόσβαση σε νομική συμβουλή.
Όσον αφορά τη σύλληψη υπόπτου κατόπιν διάπραξης αυτόφωρου αδικήματος χωρίς την έκδοση εντάλματος σύλληψης, θα πρέπει να τονιστεί πως το τι έχει σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το κατά πόσο ο αστυνομικός ο οποίος διεξήγαγε τη σύλληψη είχε εύλογη υποψία ότι διαπράχθηκε αυτόφωρο αδίκημα από τον ύποπτο. Ως εκ τούτου, η σύλληψη θα πρέπει να ακολουθήσει τη διάπραξη του αδικήματος (βλέπε Kyriakides v The Republic 1 RSCC 66). Ως προς τον ορισμό του «αυτόφωρου αδικήματος», αναφορά θα πρέπει να γίνει στο άρθρο 14(1)(β) του ΚΕΦ.155 το οποίο ξεκαθαρίζει πως αυτό καλύπτει οποιονδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης. Ως προς την ύπαρξη «εύλογης αιτίας», σύμφωνα με τη νομολογία, το τι έχει σημασία είναι αν βάσει των περιστατικών της υπόθεσης (λ.χ. των πληροφοριών που κατείχε η Αστυνομία και την εν γένει συμπεριφορά του δράστη πριν τη σύλληψη του), η υποψία του αστυνομικού σε σχέση με τη διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος από πλευράς του ύποπτου ήταν, αντικειμενικά κρινόμενη, εύλογη – λογική (βλέπε Παναγιώτης Συμεού ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 205/2019, ημερομηνίας 23/6/2022).
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως πιθανές παραλείψεις (λ.χ. παράλειψη διαγραφής της φράσης «Δεν έχω ικανοποιηθεί» από το «Έχω/Δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου» που εμπεριέχεται στο ένταλμα (βλέπε σχετικά την Αναφορικά με την Αίτηση του Γεωργίου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 39/2019, ημερομηνίας 26/6/2019)) ή/και λάθη (λ.χ. αντικειμενικά κρινόμενος ο όρκος να μη δημιουργεί εύλογη υπόνοια διάπραξης ποινικού αδικήματος) από μέρους του Δικαστηρίου, δυνατόν να οδηγήσουν σε ακύρωση του εντάλματος μέσω της έκδοσης ενός προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari. Σε περίπτωση ακύρωσης του εντάλματος σύλληψης ή/και κήρυξης της σύλληψης του υπόπτου ως παράνομης σε περιπτώσεις διάπραξης αυτόφωρου αδικήματος, τότε αυτό θα έχει αντίκτυπο και σε οποιανδήποτε μαρτυρία (λ.χ. τα όσα ανέφερε ο ύποπτος κατά τη διάρκεια της σύλληψης του) η οποία σχετίζεται άμεσα με τη σύλληψη του υπόπτου. Η δικαιολογητική βάση αυτής της προσέγγισης εδράζεται στο ότι μαρτυρία η οποία λήφθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτή από τα Κυπριακά Δικαστήρια (βλέπε σχετικά Police v Georgiades (1983) 2 CLR 33).