Ο κανόνας είναι πως αν δεν διαταχθεί διαφορετικά από το Δικαστήριο, η ποινή θα πρέπει να εκτιθεί μετά τη λήψη της εκτιώμενης ποινής. Υπό ποιες προϋποθέσεις, λοιπόν, το Δικαστήριο αποφασίζει διαφορετικά από τα νομοθετικά καθορισμένα; Το δικαστήριο οφείλει να λάβει και πάλι υπόψη του τόσο την ενυπάρχουσα και συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας και τη συναφή και προκύπτουσα από αυτήν αρχή της συνολικότητας της ποινής. Έτσι η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και συνολικότητας της ποινής τυγχάνει εφαρμογής ακόμα και όταν οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο, σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις.
Ως προβάλλεται από τη νομολογία, για να εκδοθεί διαφορετική διαταγή πρέπει να υπάρχουν ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Αν η φύση του υπό εκδίκαση αδικήματος είναι εντελώς διαφορετική από τη φύση του αδικήματος που εκδικάζεται, τότε, δεν δικαιολογείται διαφορετική διαταγή από τα νομοθετικά προβλεπόμενα.
Αντίθετα, όταν τα αδικήματα είναι της ίδιας φύσης και χρονικής περιόδου ή όταν τα υπό εκδίκαση αδικήματα τελέστηκαν πριν τα αδικήματα της εκτιώμενης ποινής, τότε παρέχονται περιθώρια διαταγής για έναρξη της ποινής παράλληλα με την ήδη εκτιώμενη. Η διαφορετική φύση των αδικημάτων φαίνεται πως δεν αποτελεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση, μιας και κάθε υπόθεση έχει τα δικά της δεδομένα.
Η δικαστική διεργασία που οφείλεται να γίνει είναι η συνολική εκτίμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ως αυτή προβάλλει μέσα από τα τελεσθέντα αδικήματα, τόσο της πρώτης υπόθεσης, όσο και αυτά της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Στην πράξη, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσο, αν η υπό εκδίκαση υπόθεση τύγχανε χειρισμού στην πρώτη υπόθεση, η ποινή που θα επιβαλλόταν δεν θα διαφοροποιούσε την ήδη εκτιώμενη, τότε δεν παρέχονται περιθώρια για διαδοχικότητα στην ποινή.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)