Πότε το Δικαστήριο αναστέλλει την ποινή φυλάκισης; (Εισαγωγή)

Στη θεωρία υπάρχουν δύο επιχειρήματα υπέρ της αναστολής της ποινής: αυτή (α) ενεργεί ως «δαμόκλειος σπάθη» και είναι, έτσι, ένα πιο αποτελεσματικό αποθαρρυντικό μέτρο παρά μια ποινή φυλάκισης και (β) δίνει στο δικαστήριο την επιλογή να μη φυλακίσει κάποιον όταν οι συνθήκες του αδικήματος δεν το δικαιολογούν, ενώ ταυτόχρονα η αυστηρότητα της ποινής τονίζει στον δράστη τη σοβαρότητα της πράξης του. Ουσιαστικά, ο κατηγορούμενος ενώ σοκάρεται βλέποντας την ορατή πιθανότητα εγκλεισμού του στη φυλακή και αποκοπής του από την οικογένεια και τα φιλικά του πρόσωπα, εκλαμβάνει την απόφαση του δικαστηρίου, ως μια δεύτερη ευκαιρία και ένδειξη επιείκειας από το Δικαστήριο.

Ο κατηγορούμενος έχοντας λάβει από την κοινωνία – δικαστήριο (το αρμόδιο εκφραστικό πολιτειακό όργανο προς αντιμετώπιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου) τη δεύτερη ευκαιρία οφείλει να τηρήσει τον όρο που το Δικαστήριο του έθεσε- να αποστεί στο μέλλον από την τέλεση άλλων αδικημάτων. Σε περίπτωση κατάχρησης της ευκαιρίας που του δίνεται ο κατηγορούμενος έχει να μέμφεται μόνο τον εαυτό του.

Το Δικαστήριο, έχοντας κρίνει πως η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, επικεντρώνεται ακολούθως στην εξέταση κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο να αναστείλει την εκτέλεση της εν λόγω ποινής, με τον όρο ο κατηγορούμενος να μην τελέσει εντός τριετίας άλλο αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση. Δηλαδή, στην πράξη αποφασίζεται η ποινή φυλάκισης, να μην εκτιθεί στις Κεντρικές Φυλακές, αλλά να ανασταλεί η εκτέλεσή της για χρονικό διάστημα τριών ετών. Νομικά, βέβαια, αναβάλλεται η εκτέλεση της φυλάκισης χωρίς όμως να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της ποινής.

Αυτός δε ο τρόπος εκτέλεσης δεν είναι κατά οποιοδήποτε τρόπο υπαλλακτικός της ποινής Κηδεμονίας ή της Απόλυσης του κατηγορουμένου με εγγύηση με ή χωρίς εγγυητές. Ούτε, βέβαια, πρέπει η περίοδος της φυλάκισης να είναι μακρύτερη εξ αιτίας της αναστολής, ως πολύ συχνά συμβαίνει στην καθημερινή πρακτική των πρωτόδικων δικαστηρίων. Σε περίπτωση δε που εντός της τριετούς περιόδου, ο καταδικασθείς καταδικαστεί για άλλο αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση, το Δικαστήριο που επιβάλλει ποινή στο νέο αδίκημα μπορεί να διατάξει όπως η αρχική ή μέρος της αρχικής ποινής που του επιβλήθηκε, εκτελεστεί και στην πράξη.

Εκείνο που εξετάζεται είναι η εικόνα της υπόθεσης στο σύνολό της, δηλαδή τόσο η φύση των αδικημάτων και τα γεγονότα τέλεσης, όσο και οι προσωπικές και άλλες περιστάσεις του κατηγορουμένου. Τα δικαστήρια καλούνται να εξετάσουν το σύνολο των παραγόντων και βέβαια σε κάθε υπόθεση, υπάρχουν παράγοντες που κλείνουν προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση, όπως και πολλές φορές ένας και μόνο παράγοντας είναι τόσο ισχυρός που μπορεί από μόνος του να οδηγήσει είτε προς μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση.

Σε αυτό το στάδιο και πάλι το Δικαστήριο οφείλει να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να εξισορροπήσει και συνεκτιμήσει συνολικά τα διάφορα δεδομένα. Στην εξέταση του θέματος πρέπει, να ζυγίζονται όλα τα στοιχεία, το καθένα με τη βαρύτητά του και η διαταγή να είναι ανάλογη με την κλίση της πλάστιγγας του νοητού αυτού ζυγού, με κύριο γνώμονα πάντοτε, την επίτευξη των σκοπών της ποινικής δικαιοσύνης και κατά πόσο οι σχετικοί παράγοντες, στο πλαίσιο του συνόλου της υπόθεσης, είναι τέτοιοι που παρέχουν τη δυνατότητα δεύτερης ευκαιρίας στον κατηγορούμενο.

Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)