Επιβάλλοντας ποινή σε ένα καταδικασθέντα, το Δικαστήριο ελπίζει ότι θα πετύχει έναν από τους εξής σκοπούς[1]

(α)   την τιμωρία/ανταπόδοση,

(β)   την αδράνεια του δράστη για συγκεκριμένη περίοδο (incapacitation), προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την κοινωνία, καθιστώντας  τον καταδικασθέντα «ανίκανο» να εγκληματήσει,

(γ)   ο σωφρονισμός,

(δ)   η αποτροπή,

(ε)    η αποδοκιμασία και

(στ)  η αποκατάσταση του θύματος

Στην Κύπρο, η αναμόρφωση ενός καταδικασθέντα αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς στην επιβολή ποινών προς όφελος μιας νομοταγούς κοινωνίας, επιστρέφοντάς τον στην ελεύθερη κοινωνία ως συνεργαζόμενο μέλος της[2]. Σκοπός που δικαιολογεί την εξατομίκευση της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, την ηλικία, τον τρόπο ζωής και την έννοια κοινωνικής ευθύνης του καταδικασθέντα.  Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και χαλάρωση των αρχών που πρέπει να χαρακτηρίζουν την επιβολή και επιμέτρηση της ποινής[3].

Σε αρκετές, όμως, ευρωπαϊκές χώρες η σωφρονιστική παρέμεινε ένας βασικός σκοπός στην επιβολή ποινών και τα τελευταία χρόνια έχει η δημοτικότητά της ανακάμψει. Διάφορες μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι κάποια παρεμβατικά εξατομικευμένα προγράμματα μειώνουν τον υποτροπιασμό[4]. Σύγχρονες αντιλήψεις και προσεγγίσεις στην επίτευξη του σωφρονιστικού σκοπού εξετάζουν τον δράστη ενός εγκλήματος μέσα σε ένα κοινωνιο-οικονομικό-ψυχολογικό πλαίσιο, μία ριζική αλλαγή στην έμφαση από την πρόνοια/welfare στη μείωση του κινδύνου υποτροπιασμού/risk reduction.

Η σύγχρονη προσέγγιση της σωφρονιστικής θεωρίας μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως ένα δικαίωμα του καταδικασθέντα, ώστε να έχει την αναγκαία ψυχολογική, οικονομική στήριξη και αποδεκτότητα από την κοινότητά του, αντί να βρίσκεται στο περιθώριό της. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο σωφρονιστικός σκοπός παύει να είναι απορριπτέος και είναι ένας πολύ θεμιτός σκοπός, αφού απουσιάζει πια ο ντετερμινισμός του θετικισμού και χαρακτηρίζεται από συμπόνια και προσπάθεια να βοηθηθεί ο καταδικασθείς να αναπτύξει τις δικές του ικανότητες και να αξιοποιήσει ευκαιρίες ώστε να μην υποτροπιάσει[5].

Θα πρέπει, δυστυχώς, να επισημανθεί ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές για την ουσιαστική εφαρμογή της σωφρονιστικής προσέγγισης. Τα διατάγματα Κηδεμονίας και Επιτήρησης στις ελάχιστες περιπτώσεις που εφαρμόζονται τυγχάνουν χειρισμού από άπειρους κοινωνικούς λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας με ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο και οι οποίοι εργάζονται παράλληλα και σε υποθέσεις ανηλίκων παραβατών.

Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)


[1]  Davies, M., Croal, H. and Tyrer, J. (2010). Criminal Justice (4th edition). Harlow, England: Pearson, 346.

[2] Pikis, GM. (2007). Sentencing in Cyprus (2nd ed.)- Sentencing Revisited. Nicosia, 3.

[3]  Roberts, J.V. (2015). Criminal Justice: A Very Short Introduction. Oxford: Oxford University Press, 8-9.

[4] McGuire, J. and Priestley, P. (1995). Reviewing ‘what works’: Past, present and future. in (ed.) J. McGuire, What Works: reducing Reoffending- Guidelines from Research and Practice. Chichester: Wiley.

[5] Canton, R. (2017). Why Punish? An Introduction to the Philosophy of Punishment. London: Palgrave Macmillan, 120.