Όσο αφορά στο ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως εξασκείται αυτή η διακριτική ευχέρεια και πότε δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου; Από το σύνολο της νομολογίας προκύπτουν οι εξής αρχές, στη βάση των οποίων τα δικαστήρια, οφείλουν να ασκούν την κρίση τους, επιλέγοντας τον τρόπο έκτισης της ποινής φυλάκισης:
(α) Το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει το ύψος της ποινής φυλάκισης και μετά, αν υπό τις περιστάσεις αυτό δικαιολογείται, να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή. Τα ζητήματα θα πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά.
(β) Μετά την επιλογή του ορθού ύψους ποινής φυλάκισης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο οι επιβληθείσες ποινές εμπίπτουν στο νομοθετικό πλαίσιο ώστε να μπορούσε να είχε δοθεί η αναστολή, αν η υπόθεση κρινόταν ως κατάλληλη (δηλαδή ποινή φυλάκισης μέχρι τα τρία έτη). Το νομοθετικό κριτήριο των τριών ετών αφορά την επιβαλλόμενη από το Δικαστήριο ποινή και όχι τη μέγιστη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή.
(γ) Επειδή κάθε υπόθεση έχει τα δικά της ξεχωριστά δεδομένα, τόσο εις ό,τι αφορά τα περιστατικά τέλεσης, όσο και εις ό,τι αφορά τις προσωπικές περιστάσεις κάθε κατηγορουμένου, το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο εξετάζοντας το σύνολο των γεγονότων, κάποιος ή κάποιοι από τους παράγοντες που προβάλλονται προς αναστολή της ποινής φυλάκισης, δικαιολογούν ώστε να παρασχεθεί στον κατηγορούμενο μια δεύτερη ευκαιρία
(δ) Η συνολική εξέταση των δεδομένων κάθε υπόθεσης συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου (παράγοντες μετριασμού).
(ε) Αν από τα γεγονότα δεν παρέχεται η δυνατότητα εξυπηρέτησης όλων των σκοπών (ως συνήθως), τότε το δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει στη βάση του συνόλου των γεγονότων. Ως πρώτιστη επιλογή φαίνεται να προβάλλει η «αντικειμενική σοβαρότητα» του τελεσθέντος αδικήματος, η οποία πρέπει να αντικατοπτρίζεται από την όποια επιλογή του δικαστηρίου. Η δε αντικειμενική σοβαρότητα δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, αλλά και στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Διαφορετικά, μια ερμηνεία που περιορίζει την «αντικειμενική σοβαρότητα» μόνο στις συνθήκες τέλεσης βρίσκεται εκτός των ρητών προνοιών του νόμου, ο οποίος ρητά προβλέπει ότι η δικαστική κρίση οφείλει να εξετάσει «αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου». Έτσι δεν μπορεί το δικαστήριο να επικεντρωθεί σε ένα μόνο σκοπό της ποινής, όπως η αποτροπή, χωρίς να εξετάσει για σκοπούς αναστολής και πάλι όλα τα δεδομένα της υπόθεσης. H σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος και η αποτρεπτικότητα της ποινής αφορούν στο είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο. Εν τέλει, η διακριτική ευχέρεια είναι απεριόριστη και επαφίεται στην καλή κρίση του εκδικάζοντος δικαστηρίου.
(στ) Όταν το Εφετείο κρίνει κατ’ έφεση την πρωτόδικη απόφαση για αναστολή ή μη της ποινής φυλάκισης, ακολουθεί τις καθιερωμένες αρχές παρέμβασης του Εφετείου, δηλαδή εξετάζει κατά πόσο υπήρξε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση ή κατά πόσο η ποινή, κρινόμενη εξ αντικειμένου, ήταν, ως προς τον τρόπο εκτέλεσής της, υπερβολική.
(ζ) Εύλογα προκύπτει πως η τελική κρίση περί έκδοσης διατάγματος αναστολής, είναι ουσιαστικά ζήτημα ευρύτερης αντίληψης και φιλοσοφίας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι πολλές σημαντικές αποφάσεις, επί του ζητήματος, ιδίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ήταν ομόφωνες.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)