Η θετικιστική Σχολή στην εγκληματολογία ανάγεται κατ’ αρχάς στον Γάλλο φιλόσοφο Auguste Comte (1798-1859), πατέρα της Κοινωνιολογίας, και την ιδέα ότι μπορούμε να μελετήσουμε μόνο εκείνα τα γεγονότα που βλέπουμε, τα γεγονότα έχουν γενεσιουργούς παράγοντες που τα προκαλούν τους οποίους μπορούμε να μελετήσουμε και, έτσι, να τους καταλάβουμε και, γιατί όχι, να αλλάξουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η ιδέα αυτή εμπεδώθηκε περισσότερο από τον ιδρυτή της θετικιστικής σχολής στην εγκληματολογία, Ιταλό εγκληματολόγο Cesare Lombroso, στο σύγγραμμά του «L’Uomo Delinquente» (Ο Εγκληματίας Άνθρωπος), o οποίος υποστήριξε, σε αντίθεση με τον Beccaria, ότι ο άνθρωπος δεν έχει ελεύθερη βούληση και, επίσης ότι, ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, η εγκληματική συμπεριφορά, δεν είναι κάτι φυσιολογικό, αλλά μία παθολογία που προκαλείται από ορισμένους παράγοντες (περιλαμβανομένων και χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος στο οποίο έχει μεγαλώσει κάποιος) που με την επιστημονική μέθοδο μπορούμε να εντοπίσουμε και να τους αλλάξουμε.
Κατά συνέπεια, δεν έχει νόημα να θεωρούνται οι εγκληματίες υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και να τιμωρούνται για αυτές. Έτσι, το δέον δεν είναι να διορθώσουμε τον εγκληματία, ούτε να τον τιμωρήσουμε αυστηρά για να εκφοβιστεί και να μην υποτροπιάσει αλλά να τον βοηθήσουμε να θεραπευτεί. Ο κάθε θετικιστής, λοιπόν, έχει ασπαστεί ένα θεραπευτικό μοντέλο και υποστηρίζει την εξατομίκευση της ποινής, προϋποθέτοντας ότι:
(α) γνωρίζουμε αρκετά για τους παράγοντες που οδηγούν κάποιον να εγκληματήσει, (β) ότι μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια ποιοι θα υποτροπιάσουν και, τέλος,
(γ) ότι υπάρχουν αποτελεσματικά θεραπευτικά προγράμματα.
Έτσι, υποστηρίζεται ο σωφρονισμός, ως ο βασικός σκοπός στην επιβολή των ποινών και τη χρήση ακόμη και ποινών φυλάκισης με ανοικτή ημερομηνία απόλυσης (indeterminate sentence), δίνοντας αδικαιολόγητα υπερβολική διακριτική εξουσία και ισχύ στους θεράποντες ειδικούς. Για δε την απόλυση του φυλακισμένου αποφασίζουν οι υπεύθυνοι της θεραπείας του κατάδικου.
Ο θετικισμός, ως το θεωρητικό υπόβαθρο του σωφρονισμού, έφτασε στο ζενίθ του σε δυτικές χώρες (κυρίως στην Αμερική) τη δεκαετία του 1950 και 1960 αλλά, για διάφορους λόγους, μέχρι τη δεκαετία του 1970, η σωφρονιστική προσέγγιση στα δικαστήρια έχασε αρκετή από τη δημοτικότητά της, αντιμέτωπη με τα πορίσματα μελετών, σε διάφορες χώρες, ότι θεραπευτικά προγράμματα δεν πετύχαιναν να μειώσουν τον υποτροπιασμό. Έτσι, καταλήξαμε στο άλλο άκρο, με μερικούς συγγραφείς, να υποστηρίζουν ότι «Τίποτα δεν έχει θετικά αποτελέσματα» (“Nothing Works” (Martinson, 1974), ενώ, τo 1976, ξεπρόβαλε στο προσκήνιο στις ΗΠΑ η Σχολή της «δίκαιης ανταπόδοσης» (“just deserts”) του Andrew von Hirsch.