Στην Κύπρο, η αναμόρφωση ενός καταδικασθέντα αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς στην επιβολή ποινών προς όφελος μιας νομοταγούς κοινωνίας, επιστρέφοντάς τον στην ελεύθερη κοινωνία ως συνεργαζόμενο μέλος της. Σκοπός που δικαιολογεί την εξατομίκευση της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, την ηλικία, τον τρόπο ζωής και την έννοια κοινωνικής ευθύνης του καταδικασθέντα. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και χαλάρωση των αρχών που πρέπει να χαρακτηρίζουν την επιβολή και επιμέτρηση της ποινής.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι κοινοί εγκληματίες έχουν «προβληματικές» καταβολές, κακοποιημένοι ως παιδιά και έφηβοι, έχουν περάσει δυστυχίες, μία ζωή περιθωριοποιημένοι. Επίσης, η σύγχρονη προσέγγιση της σωφρονιστικής θεωρίας μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως ένα δικαίωμα του καταδικασθέντα, ώστε να έχει την αναγκαία ψυχολογική, οικονομική στήριξη και αποδεκτότητα από την κοινότητά του, αντί να βρίσκεται στο περιθώριό της. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο σωφρονιστικός σκοπός παύει να είναι απορριπτέος και είναι ένας πολύ θεμιτός σκοπός, αφού απουσιάζει πια ο ντετερμινισμός του θετικισμού και χαρακτηρίζεται από συμπόνια και προσπάθεια να βοηθηθεί ο καταδικασθείς να αναπτύξει τις δικές του ικανότητες και να αξιοποιήσει ευκαιρίες ώστε να μην υποτροπιάσει.
Σημειωτέον στο σημείο αυτό ότι, στην Αγγλία, έχει αναπτυχθεί ένα διαγνωστικό εργαλείο γνωστό ως OASys, το οποίο συμπληρώνει ο καταδικασθείς και αναγνωρίζει τις ατομικές του ανάγκες, ποιο σωφρονιστικό πρόγραμμα χρειάζεται, ενώ τη γνώση αυτή την αξιοποιεί το δικαστήριο εκδίδοντας το κατάλληλο δικαστικό διάταγμα που ταιριάζει στην υπόθεση. Ταυτόχρονα, με τη συνεχιζόμενη υποστήριξη του σωφρονισμού, ως βασικού σκοπού στη διάθεση του δικαστή στην Αγγλία και Ουαλία και την έμφαση στη διαχείριση του κινδύνου υποτροπιασμού, μεγάλο είναι το ενδιαφέρον από τις συναφείς υπηρεσίες του κράτους για την ενίσχυση των συνθηκών εκείνων κάτω από τις οποίες υπότροποι εγκληματίες επαναπροσδιορίζουν τους στόχους της ζωής τους και αποκτούν καινούργιες δεξιότητες για να τους πετύχουν, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι, έμπρακτα, την ευθύνη για το μέλλον τους και έτσι σταματούν να διαπράττουν ποινικά αδικήματα, φαινόμενο γνωστό ως desistance.
Βλέπουμε, λοιπόν ότι οι οπαδοί της σωφρονιστικής προσέγγισης υποστηρίζουν την εξατομίκευση της ποινής και τη χρήση διαφόρων παρεμβατικών προγραμμάτων για υπότροπους καταδικασθέντες. Θα πρέπει, δυστυχώς, να επισημανθεί ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές για την ουσιαστική εφαρμογή της σωφρονιστικής προσέγγισης. Τα διατάγματα Κηδεμονίας και Επιτήρησης στις ελάχιστες περιπτώσεις που εφαρμόζονται τυγχάνουν χειρισμού από άπειρους κοινωνικούς λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας με ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο και οι οποίοι εργάζονται παράλληλα και σε υποθέσεις ανηλίκων παραβατών. Στην Κύπρο, λειτουργούσε μέχρι την τούρκικη Εισβολή η Σωφρονιστική Σχολή της Λάμπουσας, στην κατεχόμενη Λάπηθο, κοντά στην πόλη της Κερύνειας. Επαναλειτούργησε, το 1979, στα Πολεμίδια της Λεμεσού, αλλά το 1986 το Υπουργικό Συμβούλιο την κατάργησε γιατί, τάχα, δεν επιτελούσε το έργο της και κόστιζε πολλά λεφτά. Η αλήθεια είναι ότι η τότε κυβέρνηση ενέδωσε σε πιέσεις από την Αστυνομία που δεν ήθελε τέτοιο σωφρονιστικό κατάστημα. Περαιτέρω, δεν υφίσταται, ουσιαστικά, Δικαστήριο Ανηλίκων και εν κατακλείδι είναι αμφίβολο κατά πόσο λειτουργούν αποτελεσματικά αναμορφωτικά προγράμματα στις Κεντρικές Φυλακές, αφού δεν περιλαμβάνονται στο αναγκαίο προσωπικό αρκετοί εξειδικευμένοι και εκπαιδευμένοι επί συνεχούς βάσεως κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι και άλλοι.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)