Όταν το Δικαστήριο καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα, είναι της γνώμης (αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος, τις περιστάσεις τέλεσης και τις προσωπικές και οικονομικές περιστάσεις του αδικοπραγούντος) ότι δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή και ότι δεν αρμόζει να εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας, τότε δύναται να εκδώσει Διάταγμα που να τον απαλλάσσει απόλυτα ή, αν το θεωρεί πρέπον, να τον απαλλάξει με τον όρο ότι δεν θα διαπράξει αδίκημα κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που δεν θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία εκδόσεως του διατάγματος.
Ως εκ της φύσης του το Διάταγμα δεν μπορεί για το ίδιο αδίκημα να συνδυαστεί με ποινή Φυλάκισης ή Προστίμου ή και Διατάγματος Κοινοτικής Εργασίας. Όπου όμως σε ένα κατηγορητήριο υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες, μπορεί σε μια από αυτές να επιβληθεί τέτοια ποινή. Σε περίπτωση παραβίασης των όρων απαλλαγής, το Διάταγμα Απαλλαγής παύει να ισχύει και ο κατηγορούμενος τιμωρείται για το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το Διάταγμα απαλλαγής υπό όρους.
Κατά τον χειρισμό ποινικών υποθέσεων στις οποίες το αδίκημα διαπράχθηκε από νεαρό πρόσωπο (ανήλικος ηλικίας 14-18 χρόνων), το Δικαστήριο έχει επιπρόσθετη εξουσία:
(α) να αναθέσει τη φροντίδα του ανηλίκου σε κάποιο συγγενικό ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο, ή
(β) να τοποθετήσει τον ανήλικο σε αναμορφωτικό σχολείο.
Δυστυχώς σήμερα δεν λειτουργούν αναμορφωτικά σχολεία στην Κύπρο.
Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)