Το Διάταγμα Κηδεμονίας στην Κυπριακή έννομη τάξη

Αν το δικαστήριο, καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα, για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται σε οποιοδήποτε νόμο, είναι της γνώμης ότι, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του κατηγορουμένου, είναι σκόπιμο, μπορεί να εκδώσει διάταγμα Κηδεμονίας, βάσει του οποίου να θέτει τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο υπό την επιτήρηση κηδεμονευτικού λειτουργού για περίοδο που ορίζεται σε αυτό και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα χρόνο ούτε μεγαλύτερη από τρία χρόνια.

Η επιλογή των όρων του Διατάγματος Κηδεμονίας αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και εξεταστεί το οικογενειακό περιβάλλον του κατηγορουμένου, επιβάλλονται τέτοιοι όροι, οι οποίοι θεωρούνται αναγκαίοι για την εξασφάλιση της καλής διαγωγής του ή για την αποτροπή επανάληψης από αυτόν του ίδιου ή άλλων αδικημάτων.

Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο, κατά την έκδοση του Διατάγματος Κηδεμονίας, μπορεί να συνδυάσει αυτό, με την παροχή από τον καταδικασθέντα- κηδεμονευόμενο εργασίας χωρίς αμοιβή για καθορισμένο αριθμό ωρών («Διάταγμα Κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας») ή με όρους για την παρακολούθηση από τον καταδικασθέντα επιμορφωτικών μαθημάτων καθορισμένου περιεχομένου και διάρκειας («Διάταγμα Κηδεμονίας με όρους επιμόρφωσης»).

Το Διάταγμα Κηδεμονίας θεσπίστηκε στην Κύπρο με το Νόμο 46(Ι)/1996  αποτελεί το μόνο αξιόπιστο και αποτελεσματικό ενδιάμεσο μέτρο τιμωρίας των νεαρών, αλλά και άλλων καταδικασθέντων χωρίς βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Η νομοθεσία διαμορφώθηκε μετά από επιστημονική εργασία του αείμνηστου πρώην Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τάκη Ηλιάδη σε ερευνητικό ταξίδι του το 1988 στην Αγγλία. Η εμπεριστατωμένη εργασία οδήγησε αργά και βασανιστικά στην ψήφιση 8 χρόνια αργότερα του σχετικού νομοθετήματος. Δεν ήταν όμως αρκετό.  Θα έπρεπε να περάσουν ακόμη 8 σχεδόν χρόνια ώστε να αποφασιστεί η εφαρμογή του. Η απόφαση για άμεση εφαρμογή του μέτρου λήφθηκε από τα αρμόδια Υπουργεία στις 8/12/2003, και το Νοέμβριο του 2004 προσλήφθηκαν οι πρώτοι 5 κηδεμονευτικοί λειτουργοί που φέρουν την ονομασία «επιτηρητές».

Στην πράξη, το εκδικάζον Δικαστήριο, το οποίο έχει ανά χείρας τη συνήθη Έκθεση Κοινωνικής Ευημερίας θα πρέπει να κρίνει, αφού λάβει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, κατά πόσο η περίπτωση του κατηγορούμενου είναι κατάλληλη για την επιβολή αυτής της ποινής. Αν κρίνει πως η περίπτωση προσφέρεται, ζητά νέα ειδική Έκθεση από τις Υπηρεσίες του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία θα πρέπει να καταγράφονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την επιβολή αυτής της ποινής. Αυτές περιλαμβάνουν τις ικανότητες του καταδικασθέντα, τον τόπο διαμονής του, τα ενδιαφέροντά του, τις ώρες εργασίας του, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, την κατάσταση της υγείας του και τυχόν ποινικό μητρώο, ιδίως για την άσκηση βίας. Περαιτέρω, ο λειτουργός θα πρέπει να παραθέτει και την άποψή του για τον καταλληλότερο όρο εργασίας που πρέπει να επιβληθεί στον καταδικασθέντα.

Το θέμα αναπτύσσεται στο ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ των Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου (Νομική Βιβλιοθήκη 2020)